γαλατόπετρα

γαλατόπετρα
η амулет (у кормящих женщин)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γαλατόπετρα" в других словарях:

  • γαλατόπετρα — και γαλαχτόπετρα και γαλόπετρα μικρή πέτρα από γαλακτίτη την οποία κρεμούσαν στον λαιμό τής λεχώνας για να κατεβάσει γάλα …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • γαλατούσα — η [γάλα] 1. αυτή που έχει άφθονο γάλα 2. η γαλατόπετρα 3. (επίθ. της Παναγίας) η Γαλατιανή …   Dictionary of Greek

  • γαλόπετρα — η βλ. γαλατόπετρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»